Dictionary of Greek. 2013.
σείρινος — ίνη, ον, Α [Σείριος] 1. θερμός, καυστικός 2. φρ. «σείρινα ἱμάτια» ελαφρά, καλοκαιρινά ενδύματα … Dictionary of Greek
σειρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνδρεῑον θέριστρον. Σικυώνιοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σείρινα / σείρινος*] … Dictionary of Greek